- εθνεγέρτης
- ο вождь национально-освободительного движения; вождь всенародного восстания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εθνεγέρτης — ο αυτός που εξεγείρει το έθνος σε εθνικούς, απελευθερωτικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. έθνος + εγείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Περικλή Καλαθάκη] … Dictionary of Greek
εθνεγέρτης — ο αυτός που ξεσηκώνει το έθνος σε επανάσταση για την αποτίναξη του ξενικού ζυγού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθνεγερσία — η επανάσταση έθνους για την ανάκτηση τής ελευθερίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθνεγέρτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξ. Σούτσο] … Dictionary of Greek